κηραμύντης

κηραμύντης
κηραμύντης
averter of evil
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηραμύντης — κηραμύντης, ὁ (Α) (επίθ. τού Ηρακλή) αυτός που αποτρέπει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κήρ (I) + αμύντης (< άμννω «υπερασπίζομαι»)] …   Dictionary of Greek

  • κηραμύντου — κηραμύντης averter of evil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμύντης — ἀμύντης, ο (ΑΜ) αυτός που βοηθάει κάποιον σε κάτι, ο υπερασπιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω. ΣΥΝΘ. αρχ. κηραμύντης «αυτός που αποκρούει τον μοχθηρό», επίθετο που αποδόθηκε στον Ηρακλή] …   Dictionary of Greek

  • κηρ — (I) κήρ, κηρός, αιολ. τ. κάρ, ή, δωρ. πληθ. κάρες (Α) 1. ως κύριο όν. Κήρ η θεά τού θανάτου, ιδίως τού βίαιου, ή τού ολέθρου («δειναὶ δὲ κῆρες σ αἱ κυνώπιδες θεαί», Ευρ.) 2. ως προσηγ. θάνατος, ιδίως βίαιος ή, γενικά, συμφορά, καταστροφή (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”